- ταλαγάνι
- το бурка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταλαγάνι — και ταλαγκάνι, το, Ν ανδρικό χειμερινό πανωφόρι τών βοσκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. tallagane] … Dictionary of Greek